Για την ενότητα της Αριστεράς...Για μια πολυκεντρική Αριστερά...Για την ενότητα στη βάση

Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΟΙ ΟΡΟΙ ΑΣΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ

Του ΑΝΕΣΤΗ ΤΑΡΠΑΓΚΟΥ
ΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Ολόκληρη η περίοδος της μεταπολεμικής εξέλιξης των 60 χρόνων που χαρακτηρίζει την οικονομική εξέλιξη του καπιταλισμού σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο διακρίνεται σε δύο σαφώς διαφοροποιημένες περιόδους : Αφενός από την πρώτη 30ετία της εκτατικής ανάπτυξης στις αναπτυγμένες οικονομίες (τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μέχρι τα μέσα της 10ετίας του 1970), που χαρακτηρίσθηκε από υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης, αύξησης της απασχόλησης, εφαρμογής όλων των μέχρι τότε επιτευγμάτων των τεχνολογικών επαναστάσεων, της ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας κλπ. –
Αφετέρου από την δεύτερη μεταπολεμική 30ετία(εκδήλωση της πρώτης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, σε συνάρτηση με τις τιμές του πετρελαίου και τις νέες νομισματικές συμφωνίες, μέχρι την έκρηξη της σημερινής μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης), της οποίας κύριο χαρακτηριστικό στάθηκε η απαρχή και διαρκής εφαρμογή μιας οικονομικής πολιτικής «μετριοπαθούς» νεοφιλελευθερισμού που αποσκοπούσε να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της κρίσης των αρχών της 10ετίας του 1970, με μέτρα κυβερνητικής πολιτικής που αφορούσαν «ήπιες» παρεμβάσεις στους μισθούς, τις εργασιακές σχέσεις, τους όρους άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας. Η τρίτη μεταπολεμική οικονομική περίοδος ξεκίνησε με την εκδήλωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, χωρίς ορατό ορίζοντα υπέρβασης της κρίσης καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης.

Μοναδικές εξαιρέσεις υπήρξαν το θατσερικό εγχείρημα της μετωπικής νεοσυντηρητικής οικονομικής αναδιάρθρωσης, που εκκαθάρισε τις παραδοσιακές βιομηχανικές δραστηριότητες (ανθρακωρυχεία, σιδηροβιομηχανία, κλωστοϋφαντουργία) και ανέδειξε στο επίκεντρο την ανάπτυξη και κυριαρχία της χρηματοοικονομίας, καθιστώντας την βρετανική πρωτεύουσα χρηματιστηριακό κέντρο της ευρωπαϊκής οικονομίας. Και προφανώς το ρηγκανικό αντίστοιχο εγχείρημα στη βορειοαμερικανική οικονομία, που το ακολούθησε μια ορισμένη οικονομική ανάταξη χάρις στη μαζική εφαρμογή της πληροφορικής επανάστασης. Στις υπόλοιπες καπιταλιστικές οικονομίες ωστόσο, λόγω και των διαφορετικών ταξικών συσχετισμών, κυριάρχησε η σταδιακή και μετριασμένη διολίσθηση στα νεοφιλελεύθερα οικονομικά δόγματα.
Έτσι η οικονομική πολιτική των δυτικοευρωπαϊκών κυβερνήσεων σ' αυτή την περίοδο (μέσα 10ετίας 1970 – μέσα 10ετίας 2000), περιορίζονταν σε παρεμβάσεις που αφορούσαν τις σφαίρες της κατανάλωσης, των εργασιακών σχέσεων, της αναδιανομής, χωρίς να εισέρχονται στον ίδιο τον πυρήνα των κυρίαρχων αστικών παραγωγικών σχέσεων, οι οποίες και αναπαράγονταν, αν όχι με δυναμικούς ρυθμούς, τουλάχιστον όμως σε ανεκτά επίπεδα κερδοφορίας και συσσώρευσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Επρόκειτο κυρίως για μέτρα που είχαν «διορθωτικά» χαρακτηριστικά ως προς την συνολική λειτουργία της εταιρικής οικονομίας ή σε σχέση με την κοινωνική κατάσταση των λαϊκών εργαζομένων τάξεων.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΣΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΥΠΕΡΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ

Άλλοτε επικεντρώνονταν σε ρυθμίσεις που επεδίωκαν την σταθεροποίηση της ανάπτυξης μέσα από ρυθμίσεις διευκόλυνσης της επιχειρηματικής δραστηριότητας : ελαφρύνσεις καταβαλλομένων ασφαλιστών εισφορών, σταδιακή ελαστικοποίηση των μορφών απασχόλησης όπως η «ελαστασφάλεια» κλπ. – Σε άλλες περιπτώσεις αποσκοπούσαν στην αναθέρμανση μιας ορισμένης τάσης στασιμότητας της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με την δρομολόγηση προγραμμάτων δημοσίων επενδύσεων κ.ά. – Σε διαφορετικές περιπτώσεις επιχειρούσαν να πάρουν μέτρα τόνωσης της ζήτησης – λαϊκής κατανάλωσης ή σχετικής μείωσης του εργάσιμου χρόνου, προκειμένου να ικανοποιήσουν σχετικές ανάγκες κοινωνικής βελτίωσης της μισθωτής εργασίας (σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε Γαλλία και Ελλάδα στο πρώτο μισό της 10ετίας του 1980, και κυβέρνηση της «πληθυντικής Αριστεράς» του Λ. Ζοσπέν στο δεύτερο μισό της 10ετίας του 1990), εμπειρίες που εντούτοις αποτέλεσαν προσωρινά διαλείμματα που γρήγορα έδωσαν τη θέση τους στην προϊούσα μετατόπιση της σοσιαλδημοκρατίας προς το νεοφιλελευθερισμό. –Τέλος σε ορισμένες περιπτώσεις το βάρος δίνονταν στην προαγωγή μορφών επιστημονικής έρευνας και τεχνολογικών εφαρμογών στην καπιταλιστική παραγωγή, με τις σκανδιναβικές χώρες και την Ιαπωνία να κατέχουν τα σκήπτρα, έναντι των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης (Γαλλία, Γερμανία, Ιταλία) που βρίσκονταν συστηματικά στις τελευταίες θέσεις.

Κι' αν στην αρχή αυτής της δεύτερης μεταπολεμικής 30ετίας καταγράφονταν ορισμένες σαφείς διακρίσεις ανάμεσα στις οικονομικές πολιτικές των αριστερών και σοσιαλιστικών σχηματισμών (που απαιτούσαν περισσότερο κοινωνικό κράτος και αύξηση της απασχόλησης) και των συντηρητικών πολιτικών σχηματισμών (που επεδίωκαν την πιο εύρυθμη και αποτελεσματική λειτουργία των νόμων της ελεύθερης ανταγωνιστικής αγοράς), σταδιακά οι δύο αυτές πολιτικές του ευρωπαϊκού δικομματισμού συνέκλιναν στο έδαφος της όλο και εντονότερης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων παρεμβάσεων, μέχρι την σημερινή πολιτική «συγχώνευση» ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στην άσκηση της σύγχρονης ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής.
 
Εντούτοις τα πράγματα άλλαξαν ραγδαία με την έκρηξη εδώ και μια πενταετία της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης που αγκάλιασε το σύνολο των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών, και έχει πλέον και σαφείς αντανακλάσεις στις χώρες των BRICS, οι οποίες βλέπουν τους ρυθμούς ανάπτυξής τους να κάμπτονται. Η πτωτική πορεία της αποδοτικότητας και κερδοφορίας του κεφαλαίου επέφερε την μαζική εκκαθάριση παγίων κεφαλαίων και ζωντανής εργασίας, με αποτέλεσμα την πρόκληση της σημερινής κατάστασης οικονομικού ολέθρου. Για να ανταποκριθεί πλέον η αστική οικονομική πολιτική στις νέες συνθήκες παραγωγικής καταστροφής, παρατεταμένης ύφεσης και ανακοπής της καπιταλιστικής ανάπτυξης, δεν μπορούσε να παραμείνει στο προηγούμενο επίπεδο των «διορθωτικών» και «εκσυγχρονιστικών» παρεμβάσεων του «ήπιου» νεοφιλελευθερισμού. Επρόκειτο πλέον για την κυρίαρχη αναγκαιότητα «σωτηρίας» της καπιταλιστικής οικονομίας ως τέτοιας, στο βαθμό που το τραπεζικό σύστημα κατέρρεε και επισώρευε ζημίες δεκάδων δισεκατ. ευρώ, και ο ιδιωτικός εταιρικός τομέας κατέγραφε πλέον πολύμορφες ζημίες στα ετήσια οικονομικά του αποτελέσματα.

ΑΣΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕ ΟΡΟΥΣ ΔΟΜΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ

Έτσι, η οικονομική πολιτική των αστικών κομμάτων και κράτους, μετατόπισε πλέον το κέντρο βάρους της παρέμβασής τους στην ίδια την καρδιά των κυρίαρχων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, δηλαδή στο εγχείρημα ριζικής πολιτικής τροποποίησης των σχέσεων και συσχετισμών μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, τόσο στην επιχειρηματική παραγωγή όσο και στο ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο. Η μνημονιακή πολιτική που υιοθετήθηκε εδώ και μια τριετία, δεν αντιπροσωπεύει μία μεταξύ άλλων, εκδοχών της οικονομικής πολιτικής του κεφαλαίου, αλλά μια δομικού χαρακτήρα παρέμβαση των αστικών πολιτικών δυνάμεων που αποσκοπεί να στηρίξει ολοκληρωτικά την επιχειρηματική εξουσία, κερδοφορία και συσσώρευση που έχουν κλονιστεί, και να συνθλίψει τα εισοδήματα και τις ελευθερίες της μισθωτής εργασίας σ' όλους τους κλάδους της κοινωνικής παραγωγής, του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα.
Μ' άλλες λέξεις οι σημερινές αστικές συγκυβερνήσεις δεν περιορίζονται στον παραδοσιακό «ρυθμιστικό – διορθωτικό» τους ρόλο στη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά παρεμβαίνουν δυναμικά στα πράγματα, εγκαταλείπουν κάθε αναφορά στην όποια ανάπτυξη και κοινωνική δικαιοσύνη, και επιδίδονται αποκλειστικά και μονοσήμαντα σ' αυτό τους το έργο, που δικαιώνει πραγματικά το ρόλο του αστικού κράτους ως εγγυητή και ρυθμιστή της απρόσκοπτης αναπαραγωγής των αστικών σχέσεων παραγωγής. Μπροστά σε μια τέτοια οικονομική παραγωγική καταστροφή και εργατικό λαϊκό όλεθρο, όπου η αστική πολιτική λειτουργεί με όρους σαρωτικούς και δομικούς, προκειμένου να «περισώσει» το δικό της οικονομικό οικοδόμημα, μπορεί η αντίπαλη αριστερή οικονομική πολιτική να συνεχίσει να λειτουργεί με τους όρους των προηγούμενων δεκαετιών της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με παρεμβάσεις «διορθωτικού» χαρακτήρα στην «περιφέρεια» των ζωτικών οικονομικών πραγμάτων ;

ΑΝΕΦΙΚΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΥ

Και σ' αυτή την περίπτωση συνεχίζουν να υιοθετούνται αντιλήψεις οικονομικών ρυθμίσεων που δεν θίγουν τον πυρήνα των παραγωγικών σχέσεων και τοποθετούνται στην «περιφέρειά» τους, χωρίς να μπορούν μάλιστα να έχουν και την σχετική «διορθωτική» αποτελεσματικότητα :
Η τόνωση της ζήτησης μέσα από την στοιχειακή αποκατάσταση των εργατικών μισθών και συντάξεων δεν οδηγεί στην οικονομική αναθέρμανση, αλλά απεναντίας στο βάθεμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης : Το βιομηχανικό κεφάλαιο χαρακτηρίζεται από επενδυτική άπνοια και απροθυμία σήμερα όπου η εργατική δύναμη έχει γίνει «φθηνή – πειθήνια – ευέλικτη» και θα οδηγηθεί σε αναπτυξιακές επενδύσεις όταν θα έχουν αποκατασταθεί τα εργατικά δικαιώματα; Άλλωστε η όποια αναθέρμανση που θα προκύψει από την τόνωση της ζήτησης θα συνοδεύεται από προσαύξηση του κόστους εργασίας και κατ' αυτό τον τρόπο η καπιταλιστική εργοδοσία θα απαντήσει με νέα κύματα μαζικών απολύσεων.
Η φορολόγηση του μεγάλου κεφαλαίου και περιουσιών έχει εξαιρετικά περιορισμένη αποτελεσματικότητα, σε σχέση με προηγούμενες περιόδους καπιταλιστικής κερδοφορίας και συσσώρευσης, εφόσον ο εταιρικός τομέας της οικονομίας είναι πνιγμένος σε υπέρογκα ζημιογόνα αποτελέσματα, ακριβώς λόγω της πτωτικής πορείας του ποσοστού κέρδους. Διαφορετικά φορολογικά έσοδα συγκεντρώνεις όταν ο εταιρικός τομέας έχει ετήσια κερδοφορία 11 δισεκατ. ευρώ (2000 – 08), και διαφορετικά όταν εμφανίζει ζημίες (2008 – 13) που φτάνουν τα 7,5 δισεκατ. ευρώ.
Η δρομολόγηση δημοσίων επενδύσεων προκειμένου να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα και απασχόληση αδυνατεί να απαντήσει στο ζήτημα της απουσίας πόρων για τέτοιου είδους επενδύσεις,εφόσον οι ρυθμίσεις της ευρωζώνης απαγορεύουν τα («δημιουργικά» κατά την κεϋνσιανή αντίληψη) δημοσιονομικά ελλείμματα, και προφανώς τα υπερεθνικά οικονομικά κέντρα (ΔΝΤ, ΕΚΤ κλπ.) δεν είναι διατεθειμένα να χρηματοδοτούν την ελληνική οικονομία για να προχωρεί σε δημόσιες παραγωγικές επενδύσεις, αλλά μόνον για την αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων του δημόσιου χρέους.
Κατά συνέπεια μόνον μια ριζοσπαστική οικονομική πολιτική είναι σε θέση να παρέμβει δραστικά στο ίδιο το πλέγμα των σχέσεων παραγωγής (όπως κάνει σήμερα η αστική πολιτική για λογαριασμό των επιχειρήσεων) επιφέροντας ζωτικές αντικαπιταλιστικές τομές και τροποποιήσεις, στην κατεύθυνση της εθνικοποίησης – κοινωνικοποίησης (τουλάχιστον των πολυάριθμων εργοστασίων που εκκαθαρίζονται, των τραπεζών και των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ), της επιβολής του διευρυμένου εργατικού ελέγχου, της απασχόλησης του εργατικού δυναμικού, του προσανατολισμού της παραγωγής στην ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, παρακάμπτοντας την λειτουργία του ανταγωνισμού της ελεύθερης αγοράς, του εθνικού δημοκρατικού παραγωγικού σχεδιασμού.
Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου